Ἀλεξανδριστής

Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδρ-ιστής, οῦ, ,
A partisan of Alexander, Charesap. Plu.Alex.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλεξανδριστής — ο (Α ἀλεξανδριστὴς) [ἀλεξανδρίζω] αυτός που διάκειται φιλικά προς τον Αλέξανδρο, ο οπαδός του …   Dictionary of Greek

  • Ἀλεξανδριστήν — Ἀλεξανδριστής partisan of Alexander masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξανδρίζω — ἀλεξανδρίζω (Α) 1. είμαι με το μέρος τού Μ. Αλεξάνδρου, είμαι οπαδός του 2. ακολουθώ το παράδειγμα τού Μ. Αλεξάνδρου, τόν μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀλέξανδρος. ΠΑΡ. ἀλεξανδριστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”